Κατσίκια

Κατσίκια
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 270 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στη δυτική ακτή του κόλπου του Μιραμπέλλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

  • Deropolitissa — (Greek: Δεροπολίτισσα, Girl of Dropull) is a Greek polyphonic folk song, popular in the region of Dropull, southern Albania. It is also sung by the rest of the Greeks in Albania, as well as in parts of Greece. Contents 1 Background and popularity …   Wikipedia

  • Agios Nikolaos (Gemeinde) — Gemeinde Agios Nikolaos Δήμος Αγίου Νικολάου (Άγιος Νικόλαος) …   Deutsch Wikipedia

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • αιγίλιψ — αἰγίλιψ ( ιπος), ο, η (Α) τόπος όπου δεν σκαρφαλώνουν ούτε κατσίκια, επομένως απόκρημνος, απότομος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. από αἰγι (< αἴξ, αἰγὸς) και λιψ. Το β συνθ. συνδέεται πιθ. με την ΙΕ ρίζα *leip, που σημαίνει («αλείφω» και) «σκαρφαλώνω,… …   Dictionary of Greek

  • αρμυρίζω — [αρμυρός] 1. γίνομαι αλμυρός 2. δοκιμάζω κάτι αλμυρό 3. για κατσίκια που πίνουν λίγο θαλασσινό νερό …   Dictionary of Greek

  • αρνοκάτσικα — τα αρνιά και κατσίκια, γιδοπρόβατα …   Dictionary of Greek

  • πολύφημος — Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • προσθηλιάζω — Ν (σχετικά με τα αρνιά και τα μικρά κατσίκια) αφήνω κοντά στις μανάδες για θηλασμό («πενήντα αρνιά προσθήλιασε μέσ στην τσαγαρομάντρα», Κ. Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θηλή] …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”